- πομπαί
- πομπήconductfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πομπᾶι — πομπᾷ , πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπαίαν — πομπαί̱ᾱν , πομπαῖος escorting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπαίου — πομπαί̱ου , πομπαῖος escorting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] … Dictionary of Greek
ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… … Dictionary of Greek